Με αφορμή τη νέα της ταινία «Μαρία» η Αντζελίνα Τζολί μίλησε στο «The Hollywood Reporter» και ανέλυσε τον ρόλο της σαν Μαρία Κάλλας, αναφέρθηκε στα παιδιά της, αλλά και εκμυστηρεύτηκε τον λόγο για τον οποίο πρέπει να μείνει στο Λος Άντζελες.

Η 49χρονη ηθοποιός/σεναριογράφος/σκηνοθέτης έκανε μια σπάνια αναφορά στον πρώην της, Μπραντ Πιτ, λέγοντας ότι δεν μπορεί να φύγει από το Λος Άντζελες όσο «τρέχουν» οι διαδικασίες του διαζυγίου και μέχρι τα δύο μικρότερα δίδυμα παιδιά της, Βίβιεν και Νοξ γίνουν 18 (τώρα είναι 16) δεν θα μπορεί να μετακομίσει.

Η ίδια μιλώντας στο περιοδικό αναφέρθηκε στο γεγονός ότι πάντα παραμένει δραστήρια και σπάνια θα υπάρξουν περίοδοι που δεν θα ασχολείται με κάτι: «Μακάρι να ήξερα πώς να είμαι ακίνητη και ήρεμη. Νιώθω ότι πρέπει να κινούμαι συνεχώς προς τα εμπρός, και αυτό δεν είναι πάντα το καλύτερο συναίσθημα. Καλώς ή κακώς, είμαι ένα άτομο με πολύ βαθιά συναισθήματα και αρκετά νευρικό. Έτσι, όταν αισθάνομαι ότι κάτι με αγγίζει βαθιά, το κάνω. Νιώθω ζωντανή ή συνδέομαι με κάτι αληθινό μέσα μου. Νομίζω ότι όλοι μας έχουμε στιγμές στη ζωή μας που είμαστε πραγματικά συντονισμένοι με το ποιοι πραγματικά είμαστε. Και όλοι ξέρουμε αυτές τις στιγμές. Και συνήθως αν ακούμε τον εαυτό μας εκείνες τις στιγμές, το μονοπάτι μας γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο. Και όταν παίρνουμε αποφάσεις ενώ είμαστε υπό φόβο ή όταν μας πιέζουν, παίρνουμε ένα πολύ διαφορετικό μονοπάτι. Και αυτό μπορεί να είναι πολύ καταστροφικό».

Αναφερόμενη στα παιδιά της, είπε: «Είμαι γονέας εδώ και 23 χρόνια. Το πιο όμορφο πράγμα στο να είσαι γονιός είναι ότι δεν είσαι το κέντρο της ζωής σου. Έτσι, αφήνεις δουλειές και επικεντρώνεσαι σε κάποιον άλλον. Αυτή είναι η πραγματική σου ζωή. Ο πραγματικός σου κόσμος. Και αυτό θα είναι πάντα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου».

Οι γιοι της Αντζελίνα Τζολί, Μάντοξ και Παξ, συμμετείχαν στην παραγωγή της ταινίας, ως βοηθοί σκηνοθεσίας. «Δεν έχω δουλέψει ποτέ κάπου όπου η οικογένειά μου δεν μπορούσε να είναι μαζί μου, μόνο και μόνο επειδή έπρεπε να είμαι συγκεντρωμένη -δεν είμαι τέτοιο άτομο. Σημαίνει πραγματικά πολλά το γεγονός ότι τα αγόρια μου ήταν μαζί μου στη “Μαρία”. Όταν περνούσα πολύ δύσκολες στιγμές, ερχόντουσαν και με αγκάλιαζαν ή μου έδιναν ένα φλιτζάνι τσάι. Αυτό ήταν ίσως ένα από τα πιο όμορφα πράγματα -συνήθως όταν νιώθω τόσο πολύ πόνο, δεν τον εκφράζω μπροστά στα παιδιά μου. Προσπαθείς πραγματικά να κρύψεις από τα παιδιά σου πόσο πόνο και θλίψη κουβαλάς. Και έτσι για να είναι μαζί σου όταν το εκφράζεις σε τέτοιο επίπεδο, νομίζω ότι ήταν η πρώτη φορά που με άκουγαν να κλαίω έτσι. Αυτό συνήθως το κάνω στο ντους» είπε η ίδια.

Ύστερα, ο δημοσιογράφος τη ρώτησε γιατί περίμενε τόσο καιρό από την τελευταία φορά που έπαιξε ή σκηνοθέτησε μια ταινία και η ίδια απάντησε ότι έπρεπε να είναι στο σπίτι με τα παιδιά της. «Τώρα είναι λίγο μεγαλύτερα, γίνονται πιο ανεξάρτητα. Με χρειάζονται λιγότερο και έτσι μπορώ να λείπω. Και είναι αρκετά μεγάλα για να με συνοδεύουν στη δουλειά. Είναι μια νέα εποχή στη ζωή μας. Είμαι πολύ ενθουσιασμένη που κάθε μέρα γίνονται όλο και περισσότερο ο εαυτός τους»

«Μου αρέσει να είμαι με ανθρώπους που αγαπώ. Δεν είμαι κάποιος που παρακαλάει να είναι μόνος. Δεν είμαι αυτή που θα πει “Μακάρι να μπορούσα να είμαι μόνος, ώστε να μπορώ να κάνω αυτά που απολαμβάνω.” Γιατί συνήθως αυτό που απολαμβάνω είναι να είμαι με κάποιον που αγαπώ. Μου αρέσει να κάνω κάτι που κάνει ευτυχισμένα τα παιδιά μου. Αυτό κάνει κι εμένα πραγματικά ευτυχισμένη»
Όταν ρωτήθηκε αν έχει κολλητούς φίλους, που θα μπορεί να τους καλέσει στις 3 το πρωί, η ηθοποιός απάντησε: «Δεν έχω τέτοιου είδους σχέσεις. Ίσως να φταίει η απώλεια της μητέρας μου σε νεαρή ηλικία. Ίσως να φταίει η δουλειά. Ίσως το γεγονός ότι έχω προδοθεί πολύ στη ζωή μου. Δεν έχω πολλές από αυτές τις ζεστές, στενές σχέσεις στις οποίες μπορώ να στηρίζομαι. Αλλά έχω λίγες -και είναι αρκετές. Ο Loung Ung -Αμερικανοκαμποτζιανός ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα- είναι ένας από τους πιο στενούς μου φίλους. Η μητέρα μου ήταν πολύ κοντά μου. Την έχασα. Είχα μερικούς φίλους όλα αυτά τα χρόνια που δεν ήταν εκεί για την οικογένειά μου, την ώρα που τους είχα ανάγκη. Έχω μερικούς ανθρώπους που εμπιστεύομαι».
