Λο: ο Θανάσης Βασίλειου μιλά για το ντοκιμαντέρ του – Μια προσωπική διαδρομή στη μνήμη και την ιστορία

Πώς μπορεί μια προσωπική εμπειρία να μετατραπεί σε ντοκιμαντέρ; Ο Θανάσης Βασιλείου, δημιουργός της ταινίας Λο, μάς μιλά για το πώς η επιστροφή στο πατρικό του μετά τον θάνατο της μητέρας του τον οδήγησε σε μια βαθύτερη αναζήτηση γύρω από τη μνήμη, τη σιωπή και την ιστορία. Μέσα από τις άδειες επιφάνειες ενός διαμερίσματος και τα αόρατα ίχνη του παρελθόντος στην πόλη, το φιλμ αποτυπώνει την αίσθηση μιας κληρονομιάς που δεν είναι μόνο υλική, αλλά και συμβολική. Με αφορμή την πρεμιέρα του στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ο δημιουργός μοιράζεται σκέψεις για την αναμέτρηση με το ανείπωτο και τον τρόπο με τον οποίο ο κινηματογράφος μπορεί να γίνει φορέας ερωτημάτων αντί για απαντήσεις.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΚΟΝΔΡΑΝΗ

Πως όλο αυτό το συναίσθημα έγινε ντοκιμαντέρ;

Αυτό ξεκίνησε χωρίς να το περιμένω όταν επέστρεψα στο σπίτι της παιδικής μου ηλικίας μετά τον θάνατο της μητέρας μου, για να διαχειριστώ κάποια χρέη που μόλις είχα μάθει πως υπήρχαν. Ξεκίνησε με κάτι πολύ συγκεκριμένο. Ψάχνωντας μια κληρονομιά δηλαδή που ήταν υλική, ξεκίνησα να κάνω μια καταβύθιση στο παρελθόν. Φοβήθηκα πως θα χάσω το διαμέρισμα λόγω των χρεών και εντελώς αντανακλαστικά έπιασα το κινητό μου και το έβαλα σε ένα τριπόδι και ξεκίνησα να γυρίζω. Βέβαια το να πιάσω μια κάμερα και να τη βάλω σε ένα τριπόδι δεν ήταν καθόλου ανώδυνο, γιατί έχω εργαστεί παλιά ως καμεραμάν για 10 χρόνια και είχα πει πως δεν θα ασχοληθώ ποτέ ξανά με το επάγγελμα. Οπότε περίπου 15 χρόνια μετά αναγκάζομαι να μπω πίσω από μια κάμερα. Επειδή ξαναβρίσκω κάποιες κινήσεις του παρελθόντος, ουσιαστικά είναι σαν να ανακινείται και η μνήμη. Οπότε περνάμε από την υλική κληρονομιά σιγά σιγά στη συμβολική, μέσω των διάφορων αναμνήσεων από την οικογένεια, οι οποίες είναι από αδιάφορες έως σημαντικές που με φτάνουνε μέχρι τα χρόνια της δικτατορίας. Και έτσι ξεκίνησε. Τα πρώτα πλάνα που γύρισα δεν είχα καθόλου στο μυαλό μου την ιδέα μιας ταινίας.

Η δικτατορία πως επηρέασε την οικογένεια;

Το ιδιαίτερο με την δική μου την ταινία είναι ότι δεν προέρχομαι από αντιστασιακούς. Δεν προέρχομαι από μια οικογένεια που αντιστάθηκε, ούτε από μια οικογένεια που στήριξε το καθεστώς. Έρχομαι από μια οικογένεια που θα μπορούσες να τους πεις σιωπηλούς. Μου μετέδωσαν μια σιωπή, η οποία δεν είχε να κάνει με πράγματα που έκαναν, αλλά κυρίως με αυτά που δεν έκαναν. Μια σιωπή που η γενιά μου την εξέλαβε ως μια ενοχή. Λίγο ανεπαίσθητη, χωρίς να έχουμε λόγια να βάλουμε επάνω σε αυτήν, γιατί ακριβώς ήταν σαν μια τρύπα στην ιστορία τους. Ούτε τα ευχάριστα αλλά ούτε και τα δυσάρεστα μου έλεγαν οι δικοί μου. Συζητώντας με φίλους και με ανθρώπους της γενιάς μου είδα ότι αυτό συμβαίνει σε πάρα πολλούς. Οπότε το ιδιαίτερο είναι αυτό. Ότι δεν έχω να μιλήσω με κάποιον σπουδαίο αντιστασιακό, ούτε κάποιον κατακριτέο που μπορεί να συμμετείχε στον μηχανισμό της δικτατορίας.

Πως λειτούργησε αυτή η σιωπή μέσα στο ντοκιμαντέρ;

Αυτή η σιωπή ενσαρκώνεται κυρίως μέσα από το άδειο του διαμερίσματος. Είναι σαν να φύγανε τα έπιπλα για να αναδυθούν οι αναμνήσεις. Και βιντεοσκοπώντας με το κινητό μου τις άδειες επιφάνειες του διαμερίσματος, σιγά σιγά ξεκίνησα να θυμάμαι. Στη συνέχεια αποφάσισα να βγω έξω στην πόλη και έκπληκτος διαπίστωσα ότι η πόλη είναι σαν ένας αντικατοπτρισμός του διαμερίσματος. Γιατί όπως και στο άδειο διαμέρισμα υπάρχει μια απουσία ενός συγκεκριμένου ίχνους, που να αποδεικνύει το οτιδήποτε, το ίδιο συμβαίνει και στην πόλη της Αθήνας. Πήγα σε διάφορα εμβληματικά μέρη που σημαδεύτηκαν από την δικτατορία όπως είναι το Παναθηναϊκό στάδιο, η Μπουμπουλίνας, πέρασα από το άγαλμα του Παναγούλη, την τριλογία των Αθηνών, που οι δικτάτορες οργάνωναν διάφορες γιορτές και είδα πως εκεί δεν υπάρχει απολύτως τίποτα που να θυμίζει εκείνα τα χρόνια. Οπότε μέσα από την απουσία της εικόνας ουσιαστικά αντικατοπτρίζεται πάλι η απουσία του λόγου, του ίχνους και των αποδείξεων. Οπότε η σιωπή είναι σαν να πέφτει επάνω σε όλα. Και στην αφήγηση και στην εικόνα.

Πως είναι να επιστρέφεις στο πατρικό μετά τον θάνατο της μητέρας; Η μητέρα αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μας. Πως μπήκες; Πως αισθάνθηκες;

Το λέω και στην ταινία. Είναι ένα συναίσθημα οικουμενικό. Παγκόσμιο. Ένιωσα σαν διαρρήκτης. Με την έννοια πως αναγκάστηκα να ψάξω στα πράγματα της, να δω την αλληλογραφία της, να ανακαλύψω μυστικά τα οποία αν ζούσε θα ήθελε να μείνουν μυστικά και δεν είχα και καμία όρεξη να τα μάθω, οπότε ήταν ένα συναίσθημα άβολο. Πέρα από τη θλίψη που όλοι έχουμε όταν χάνουμε τον γονιό μας, αυτό νομίζω είναι κλασικό και δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο για να το σημειώσω, αυτό το οποίο είναι ιδιαίτερο είναι το αίσθημα του να διαρρηγνύεις κάτι . Και έπειτα σου ανήκει χωρίς να το έχεις ζητήσει. Την κληρονομιά. Κάτι που δεν το ζητήσαμε.

Και μας προσγειώνεται στο κεφάλι!

Ναι ακριβώς.

Τα “θραύσματα αναμνήσεων” που αναδύθηκαν σε εξέπληξαν; Ή ήταν αναμενόμενα;

Όχι δεν ήταν αναμενόμενα. Κάποια απλά είναι αναμνήσεις πολύ γλυκές και δυνατές και σημαντικές για εμένα αλλά ανακάλυψα και πράγματα τα οποία με εξέπληξαν, όπως παραδείγματος χάριν το σημείωμα της μητέρας μου σε ένα βιβλίο για τον Παναγούλη της Οριάνα Φαλάτσι που είχε γράψει το 1982, ότι πρέπει να το διαβάσω

Το “Ένας Άντρας”;

Ναι αυτό. Μου έγραψε να το διαβάσω όταν μεγαλώσω και το βρήκα εντελώς τυχαία. Αλλά όπως φαίνεται τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτή την ιστορία, ανακάλυψα αυτό το σημείωμα που έχει γραφτεί το 1982 σε ένα βιβλίο το οποίο υπήρχε στη βιβλιοθήκη μας για τόσα πολλά χρόνια. Το βρήκα 40 χρόνια μετά.

Τι έγραψε;

Με προέτρεπε να διαβάσω το βιβλίο όταν μεγαλώσω.

Ναι αυτό που αναφέραμε. Υπήρχαν στιγμές που δίστασες να αποκαλύψεις πτυχές της ιστορίας μέσα στο ντοκιμαντέρ;

Είναι κάποιες λεπτομέρειες. Αλλά δεν νομίζω πως το κάνω από ντροπή ή να αποφύγω κάποιου είδους κουτσομπολιό αλλά νομίζω πως δεν ενδιαφέραν την ταινία. Γιατί το ντοκιμαντέρ ενδιαφερόταν κυρίως όχι με το τι είναι στέρεο και σαφές αλλά με το πως η σιωπή μπαίνει μέσα στα πράγματα και τα διαρρηγνύει και μας αφήνει με μια μνήμη πολύ προσεγγιστική και πολύ ιδιαίτερη και άβολη. Οπότε επειδή η ταινία ήθελε να διαχειριστεί αυτό το ερώτημα, απέφυγα να μιλήσω για κάποια συγκεκριμένα πράγματα που με ενόχλησαν. Πέρα από τα χρέη κλπ.

Θέλεις να περάσεις κάποιο μήνυμα στο κοινό με αυτή την ταινία; Ή απλά ήταν κάτι που το ένιωθες και ήθελες να το βγάλεις προς τα έξω;

Είναι το πως το φιλμ προσπαθεί να ενσαρκώσει αυτή την ιδιαίτερη κληρονομιά. Πως ερωτήματα που θέτουμε στην αρχή, όχι μόνο δεν απαντιούνται στο τέλος, αλλά γίνονται και ακόμη περισσότερα. Οπότε θέλησα με κινηματογραφικούς όρους, γιατί δεν έγραψα ούτε βιβλίο, ούτε ένα τραγούδι, ούτε ζωγράφισα ένα πίνακα, έκανα σινεμά, προσπάθησα να βρω πρακτικές με τις οποίες να ενσαρκώσω αυτά τα ερωτήματα που πολλαπλασιάζονται στο τέλος.

Μετά το 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, θα ταξιδέψει και αλλού η ταινία;

Είναι πολύ αρχή ακόμη, είναι το πρώτο φεστιβάλ που πήραμε απάντηση και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό γιατί η Θεσσαλονίκη στήριξε πολύ την ταινία έχουμε καταθέσει σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, στη Γαλλία στη Γερμανία, στην Αυστρία στην Ελβετία αλλά οι απαντήσεις θα έρθουν εν καιρώ.

Λο/Lo

«Έναν χρόνο μετά τον θάνατο της μητέρας μου επιστρέφω στο άδειο διαμέρισμα της παιδικής μου ηλικίας στην Αθήνα για να διαχειριστώ μια προβληματική κληρονομιά. Από τις γυμνές πλέον επιφάνειες του σπιτιού αναδύονται θραύσματα αναμνήσεων της οικογένειας μου, και η προσωπική ιστορία μου μπλέκεται με το συλλογικό τραύμα της Χούντας». (Θ.Β.)

Συντελεστές

Σκηνοθεσία/Αφήγηση
Θανάσης Βασιλείου
Παραγωγός
Κωνσταντίνος Βασίλαρος
Σενάριο
Θανάσης Βασιλείου, Χρήστος Χρυσόπουλος
Διεύθυνση φωτογραφίας
Θανάσης Βασιλείου
Μοντάζ
Χρόνης Θεοχάρης
Ήχος
Κώστας Φυλακτίδης
Παραγωγή
StudioBauhaus
Συμπαραγωγή
Les films de l’AubeSauvage, ΕΡΤ
Συμπαραγωγοί
Orlane Dumas, Caroline Le Roy

Ανακαλύψτε το ντοκιμαντέρ Λο online και δια ζώσης στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (6-16/3/2025) .

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Λο: ο Θανάσης Βασίλειου μιλά για το ντοκιμαντέρ του – Μια προσωπική διαδρομή στη μνήμη και την ιστορία

Σχολιάστε