Η θηλυκή γεωγραφία της Εκάτης και ο θρίαμβος του Έρωτα – Μια συζήτηση με τον Παναγιώτη Χανό

Ο Παναγιώτης Χανός, συγγραφέας των βιβλίων Ερωτευμένος Καίσαρ και Οι Ιέρειες της Εκάτης, μάς ταξιδεύει στον κόσμο της ιστορικής μυθιστορίας, εκεί όπου ο Έρωτας συναντά τον Θάνατο και το μυστήριο μπλέκεται με την ποίηση του λόγου. Με πάθος για το παρελθόν αλλά και μια έντονη διάθεση εξερεύνησης του μεταφυσικού στοιχείου, ο Χανός δημιουργεί έργα που ισορροπούν ανάμεσα στη φαντασία και την ιστορική αλήθεια, δίνοντας στον αναγνώστη την ευκαιρία να βιώσει έντονα συναισθήματα και βαθιά ερωτήματα για τη ζωή. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, μιλά για τις επιρροές του, τις πηγές έμπνευσής του και τη δική του φιλοσοφία γύρω από τη συγγραφή και την ανθρώπινη εμπειρία.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΚΟΝΔΡΑΝΗ

Ας μιλήσουμε για το τελευταίο σας βιβλίο Οι Ιέρειες της Εκάτης. Η Εκάτη είναι μια θεότητα μυστηριώδης και συχνά παρεξηγημένη. Τι θέλατε να αναδείξετε μέσα από το έργο σας; Και πως επιλέξατε τον τίτλο;
Καταρχάς το βιβλίο ξεκίνησε με σκοπό να γραφτεί ως ένα είδος ιστορικής-ιπποτικής νουβέλας του ύστερου βυζαντινού μεσαίωνα -κάτι που νομίζω ισχύει ως ένα βαθμό- και κατέληξε να είναι ένα μυθιστόρημα 600+ σελίδων γραμμένο και αφιερωμένο στην απόλυτη γυναίκα, στο υπέρτατο θηλυκό: σε όλες τις μορφές και εκδοχές της! Είναι ένας ύμνος στη θηλυκή γεωγραφία που περιλαμβάνει όλες τις εποχές και όλες τις ηλικίες. Εξάλλου αυτό εκφράζει η τρίμορφη θεά, η αέναη Εκάτη: την κόρη, τη μητέρα και την γραία. Η αιώνια Εκάτη (επέκεινα) η οποία σύμφωνα με τη χαλδαϊκή δοξασία (διότι δεν είναι αμιγώς ελληνική θεότητα) μεσολαβεί μεταξύ των δύο άλλων υπέρτατων όντων, του Πατέρα (άπαξ επέκεινα) και του Υιού (δις επέκεινα) για να καθοδηγήσει τις ψυχές των ανθρώπων προς την άλλη ζωή. Πρόκειται για ένα συναρπαστικό ταξίδι πάνω σε ένα φλεγόμενο άρμα που οδηγούν πυρωμένα άλογα προς τον Ήλιο. Πιστεύω ότι το βιβλίο, αν και προσδιορίζεται από τον τίτλο του (τον εφεύρε μια καλή μου φίλη και τον επέλεξαν οι εκδόσεις Anubis) επιδέχεται τουλάχιστον δύο αναγνώσεις: Η μία, η προφανής, ως (μεταμοντέρνο) ιπποτικό μυθιστόρημα διαθέτει πλούσια πλοκή, αιφνίδιες ανατροπές, συναρπαστικές συγκρούσεις, σκοτεινές συνωμοσίες και φλογερούς έρωτες. Η δεύτερη, η λιγότερο ορατή, ως μεταφυσική διήγηση, (σε πραγματικές όχι υπερφυσικές διαστάσεις) είναι κρυμμένη και υποβόσκει μέσα στις σελίδες, καραδοκεί την κατάλληλη στιγμή για να προσθέσει τη γεμάτη συμβολισμό και νόημα, πινελιά της!

Στο βιβλίο σας κυριαρχούν εικόνες σκοτεινές αλλά και μαγευτικές. Ποιο είναι το κλειδί για να ισορροπήσετε το μυστήριο με την ποίηση του λόγου;
Η ζωή είναι το κλειδί! Αυτή υπαγορεύει όλο το μυστήριο, την ποίηση, τη μαγεία, τη σαγήνη, το σκοτάδι, το φως, την ομορφιά αλλά και την ασχήμια αυτού του κόσμου. Η ζωή που με την τσαχπινιά ή τη…διαστροφή της καταλήγει σχεδόν πάντοτε σε ένα αποτέλεσμα αλλόκοτο, απρόβλεπτο, αναπάντεχο, συναρπαστικό, που η καθημερινή πλοκή της -ακόμη και για τον πιο θεωρητικά “ασήμαντο” από εμάς- ξεπερνάει πάντοτε και την πιο οργιώδη νοητική αντίληψη, την πιο απρόσμενη εξέλιξη.

Ο τίτλος του πρώτου σας βιβλίου Ερωτευμένος Καίσαρ συνδυάζει έναν ισχυρό ιστορικό συμβολισμό με την πιο προσωπική ανθρώπινη εμπειρία, τον έρωτα. Πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα;
Η ιδέα; Θα σας πω. Η έννοια και η ουσία του Έρωτα είναι τόσο ισχυρή, όσο η ζωή η ίδια, είναι η πιο επαναστατική πράξη του ανθρώπου, η δημιουργία, η ροπή, η δύναμη που κάνει τη γη να γυρίζει. Είναι το δέος των Θεών, η παρηγοριά και η εκδίκηση των θνητών, οι παραδόσεις μας, οι μνήμες μας, η πίστη μας, τα λιμάνια μας, η πατρίδα μας, οι πρόγονοι μας, τα παιδιά μας, είναι τα πάντα. Στο κυρίαρχο δίπολο της ζωής ο Έρωτας είναι το αντίθετο του Θανάτου. Ο Θάνατος, από την άλλη μεριά, είναι το τέλος του παιχνιδιού, η συντριβή, ο όλεθρος, η συντέλεια, η θλίψη, η απώλεια, το τέλος των πάντων. Το παράδοξο είναι ότι η ιδέα του θανάτου είναι ακόμη πιο καταστροφική και από τον ίδιο τον Θάνατο. Αν σε κυριεύσει πεθαίνεις πολλές φορές, αντί να ζήσεις, μέχρι να… πεθαίνεις. Διότι αν το καλοσκεφτεί κανείς, οι άνθρωποι, είμαστε το μοναδικά όντα σε αυτό τον πλανήτη που σχεδόν από τη γέννηση μας διδασκόμαστε, μαθαίνουμε για τον Θάνατο, ξέρουμε ότι είμαστε θνητοί, ότι κάποια μέρα θα πεθάνουμε. Μοιραία λοιπόν, το είδος μας, οι άνθρωποι είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε εξαρχής, να βιώνουμε μέσα μας την πάλη ανάμεσα σε αυτές τις δύο αντίρροπες κυρίαρχες δυνάμεις: τον Έρωτα και τον Θάνατο. Τρομερό βάρος, πολλές φορές ασήκωτο. Γι αυτό λοιπόν όσον με αφορά και επειδή είμαι φύσει και θέσει αισιόδοξος, ποντάρω ότι έχω και δεν έχω, όλα τα… λεφτά μου στον έρωτα. Αυτό κάνω και στο μυθιστόρημα μου “Ερωτευμένος Καίσαρ” ή μάλλον αυτό κάνουν οι ήρωες μου και νομίζω ότι ποντάρουν στο σωστό άλογο. Εξάλλου οι νίκες του Θανάτου είναι εφήμερες και προσωρινές. Στο πέρασμα των αιώνων έχει αποδειχθεί και… μαθηματικά ότι ο Έρωτας είναι ισχυρότερος του Θανάτου, διαφορετικά το ανθρώπινο είδος δεν θα επιβίωνε μετά από τόσες καταστροφές, θεομηνίες και συμφορές που το βρήκαν από τη στιγμή της εμφάνισης του στην Ιστορία.

Αν μπορούσατε να συνοψίσετε το βιβλίο αυτό σε μία μόνο φράση που θα «άγγιζε» έναν νέο αναγνώστη, ποια θα ήταν; 
Θα τον ρωτούσα “αν πιστεύει ότι υπάρχουν (εκ των προτέρων) χαμένες υποθέσεις κι αν άραγε αξίζει να αγωνίζεται κάποιος γι’ αυτές;” Αν τον απασχολεί το παραπάνω ερώτημα, αν θέλει να μάθει την απάντηση που βρήκα, αν επιθυμεί να διαβάσει τη λύση που προτείνει ο συγγραφέας, τότε και μόνο τότε, θα τον παρότρυνα να διαβάσει το βιβλίο…

O συγγραφέας

Πώς ξεκινά για εσάς μια ιστορία: από μια εικόνα, έναν χαρακτήρα ή ένα ιστορικό γεγονός;
Από μια ιδέα, από ένα υπαρξιακό ερώτημα, από μια εσωτερική, μύχια σκέψη… Σημειώστε όμως κι εδώ είναι το κρίσιμο σημείο, ότι αυτή η ιδέα, το ερώτημα ή η σκέψη θα πρέπει να με διεγείρει συναισθηματικά, κι όσο περισσότερο τόσο καλύτερα. Αν η σπερματική αυτή σύλληψη και οι προεκτάσεις της, δηλαδή η πλοκή της, οι εικόνες που δημιουργεί στο μυαλό μου η όλη αφήγηση, αν μου προκαλέσουν ποικίλα και έντονα συναισθήματα, αν με συγκινήσουν, αν με κάνουν να γελάσω, αν με κάνουν να κλάψω… Τότε είμαι σίγουρος ότι με αυτή την ιστορία πρέπει να ασχοληθώ, είμαι σίγουρος ότι αξίζει και ότι θέλω να τη γράψω.

Στη γραφή σας φαίνεται έντονη η έλξη προς το ιστορικό και το μυστηριακό. Είναι θέμα προσωπικής αγάπης ή αναγνωστικού προσανατολισμού;
Δεν το έχω σκεφτεί, νομίζω απλά ότι είναι θέμα συναισθηματικής και πνευματικής επιλογής. Με γοητεύει το μυστηριακό στοιχείο με μια μεζούρα μεταφυσικής, αλλά και ο ωμός ρεαλισμός, η αμείλικτη πραγματικότητα της ιστορίας, ειδικά όταν αυτά τα δύο στοιχεία εμπλέκονται. Το θέμα είναι και επιμένω ότι σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μυθιστορία, δηλαδή για μια φανταστική ιστορία που θέλεις να πεις, για ένα μυθικό έπος που εμπνεύστηκες να διηγηθείς και όχι για κάποιο ιστορικό δοκίμιο, οπότε τα ενδεχόμενα λάθη και οι όποιες ιστορικές “ανακρίβειες” ή “αστοχίες” (συγγραφική & ποιητική αδεία) διαγράφονται. Αυτό δυστυχώς δεν το αντιλαμβάνονται ορισμένοι μικρού διαμετρήματος, νεοφώτιστοι, σχολαστικοί, τυπολάτρες και φανατικοί που νομίζουν ότι είναι κριτικοί, πολλώ δε μάλλον και… συγγραφείς. Χάνουν έτσι όλο το νόημα. Θυμίζουν τον ηλίθιο που κοιτούσε το δάχτυλο, όταν αυτό έδειχνε το φεγγάρι.

Ποιον συγγραφέα ή ποιο βιβλίο θεωρείτε ότι σας «άνοιξε» τον δρόμο για να γράψετε τα δικά σας έργα;
Πολλοί είναι οι συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το ιστορικό μυθιστόρημα και με γοήτευσαν με τα αριστουργήματα που έγραψαν. Οι πιο αγαπημένοι μου είναι: ο Προσπέρ Μεριμιέ με την “Κάρμεν”, ο Άγγελος Τερζάκης με την “Πριγκίπισσα Ιζαμπώ”, ο Ουμπέρτο Έκο με “Το όνομα του Ρόδου”, ο Γκουστάβ Φλωμπέρ με το “Σαλαμπό”, αλλά και ο Στίβεν Πρέσσφιλντ με τις “Πύλες της Φωτιάς”. Ωστόσο ένας συγγραφέας μου άνοιξε, όπως σωστά υποθέσατε, τον δρόμο για τις “Ιέρειες της Εκάτης” και μάλιστα όχι κάποιος συμβατός με το ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά περισσότερο με την επική φαντασία: ο George R.R. Martin. Είδα την τηλεοπτική σειρά “Παιχνίδι του Θρόνου”, με γοήτευσε, με επηρέασε και χωρίς να το ξέρω, σχεδόν ασυνείδητα ακολούθησα τα βήματά του. Στη συνέχεια μελέτησα σχεδόν όλη την εργογραφία του που με ενδιέφερε. Θεωρώ ότι είναι μεγάλος λογοτέχνης, αν και σφόδρα υποτιμημένος. Με συγκλόνισε πως περιέγραψε τη μορφή ενός βδελυρού ήρωα του όπου θέλοντας να δείξει την αποστροφή του αναφέρει ότι “τα χείλη του θύμιζαν ένα σκουλήκι που γαμιέται”: εξαιρετικό! Δεν είχα ξαναδιαβάσει ποτέ κάτι τέτοιο… Όπως διαπίστωσα εκ των υστέρων πράγματι νομίζω ότι έχω ένα είδος εκλεκτικής συγγένειας με τον Martin στον τρόπο της γραφής, στην πρόθεση, αλλά και στη δομή της σύλληψης και της σκέψης. Εξάλλου, όπως παραδέχθηκε σε συνέντευξη του “είναι συγγραφέας-κηπουρός και όχι συγγραφέας-αρχιτέκτονας” δηλαδή παρακολουθεί το έργο του και τους ήρωες του να εξελίσσονται όχι με τον ορθολογικό τρόπο και την αρχιτεκτονική μέθοδο που σχεδιάζει μοτίβα και γραμμές, αλλά με τον τρόπο ενός κηπουρού που φυτεύει τον σπόρο και τον βλέπει να βγάζει μόνος του ρίζες και να μεγαλώνει. Κάτι που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο.


Τι θα λέγατε σε έναν νέο που θέλει να ξεκινήσει να γράφει ιστορικό μυθιστόρημα αλλά φοβάται ότι «δεν ξέρει αρκετά»;
Θα του έλεγα ότι υπάρχουν πλέον εκατοντάδες αγκιτάτορες της δημιουργικής γραφής οι οποίοι επαίρονται ότι μπορούν να του μάθουν να γράφει, αρκεί να τους… πληρώσει αρκετά. Η αλήθεια είναι ότι οι τεχνικές αγοράζονται με χρήματα, αλλά το ταλέντο όχι: ή υπάρχει ή δεν υπάρχει! Σε κάθε περίπτωση η γραφή είναι λυτρωτική, σε εξιλεώνει, είναι μια μορφή ψυχοθεραπείας που σε κάνει σαφώς καλύτερο και σοφότερο από το καθημερινό σερφάρισμα του διαδικτύου. Ωστόσο αν φοβάται πολύ θα του πρότεινα να μην το ξεκινήσει ή τουλάχιστον να μην το κάνει έχοντας στο μυαλό του ότι θα το εκδώσει. Νομίζω ότι θα πρέπει να αποστασιοποιηθεί από το αποτέλεσμα, να κρατήσει το πάθος του για όσα γράφει και όχι για το γεγονός ότι γράφει. Ας το δει, στην τελική, σαν ένα ευεργετικό πείραμα. Ούτως ή άλλως, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, αν έρθει ποτέ, δεν θα χρειαστεί να ψάξει για το χαμένο του τάλαντο, θα τον βρει εκείνο πρώτο.

Σχολιάστε