One Battle After Another: Ο δρόμος, το πάθος και η Αμερική του σήμερα

Μια φορά κι έναν καιρό, ο Paul Thomas Anderson -σκηνοθέτης μεγάλων έργων και υποψήφιος πολλές φορές για Όσκαρ-γύριζε το Boogie Nights και είχε έναν συγκεκριμένο πρωταγωνιστή στο μυαλό του.

ΚΕΙΜΕΝΟ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΙΩΛΗΣ

Πιστός σε ένα διαφορετικό ραντεβού με τη μοίρα,  αυτός διάλεξε να πρωταγωνιστήσει στον Τιτανικό γράφοντας την δική του ιστορία στο μονοπάτι της δημοσιότητας άφηνοντας τον Anderson να περιμένει. (φημες λένε ότι το μετάνιωσε )
Χρόνια αργότερα, αυτό το αποθημένο γίνεται πραγματικότητα . Η συνεργασία μεταξύ Λεονάρντο ντι Καπριο και Πωλ Τόμας άντερσον στο One Battle After Another — και η χημεία τους ξεδιπλώνεται με μοναδική επιτυχια.
Η ταινία βασίζεται σε ένα έργο του Thomas Pynchon, ενός συγγραφέα που ο Anderson θαυμάζει βαθιά. Η προσέγγιση δεν είναι πιστή μεταφορά· είναι μια κινηματογραφική ανασύνθεση, όπου στοιχεία μαύρης κωμωδίας, πολιτικού θρίλερ, western και road movie υφαίνονται σε ένα συναρπαστικό κράμα. Η αφήγηση επικεντρώνεται στον Bob (DiCaprio), έναν πρώην επαναστάτη που αποτραβήχτηκε από τη ζωή της δράσης για να μεγαλώσει την κόρη του, μόνο που το παρελθόν δεν τον αφήνει ήσυχο.

Ο Leonardo DiCaprio δίνει μια μεγάλη, αφοπλιστική παράσταση· ο κωμικοτραγικός του ρόλος του ταιριάζει απόλυτα, ισορροπώντας ανάμεσα στην ένταση και το χιούμορ, και αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα του

Παράλληλα, η αφήγηση δανείζεται στοιχεία από το σινεμά του Quentin Tarantino και τον «Μεγάλο Λεμπόφσκι» των αδερφών Κοέν, δίνοντας έναν παιχνιδιάρικο αλλά στιβαρό χαρακτήρα στον ήρωα του DiCaprio.

Την ταινία συμπληρώνει μια «αρμάδα» οσκαρικών ηθοποιών που δεν χρειάζονται μεγάλες ατάκες για να αφήσουν το στίγμα τους. Ο Sean Penn, με μια τρελή ερμηνεία ( ήδη συζητείται για Όσκαρ ) φέρνει εκκεντρικό σαδισμό και απόλυτη σιγουριά, καθιστώντας κάθε του σκηνή ακαταμάχητη, ενώ ο Benicio del Toro, με την χαρακτηριστική του παρουσία, γεμίζει την οθόνη με σκοτεινή γοητεία και ιδιαίτερο χιούμορ. Το σινεμά χαρακτήρων των ’70s συναντά την Indy αισθητική, και μαζί όλα αυτά δημιουργούν μια ταινία που νιώθει ταυτόχρονα κλασική και σύγχρονη — ένα κινηματογραφικό κράμα που αναπνέει στιλ, προσωπικότητα και μοντέρνα ενέργεια.

Η ταινία είναι ταυτόχρονα κοινωνικό σχόλιο. Η Αμερική του σήμερα — με τα μεταναστευτικά της ζητήματα, την υποκρισία της εξουσίας και το αστικό κατεστημένο — γίνεται το φόντο για μια προσωπική ιστορία, χωρίς όμως να επιβαρύνει τη ροή ή να αλλοιώνει την ένταση της περιπέτειας. Αλλά το αληθινό αριστούργημα βρίσκεται στο πώς η αφήγηση χειρίζεται τους χαρακτήρες: η κόρη, συμβολικά η ίδια η ζωή των Αμερικανών, ζει ανάμεσα σε έναν «ψεύτικο» πατέρα που της δίνει όλη του την αγάπη και τον πραγματικό πατέρα, που παλεύει με τις εμμονές και τα ρατσιστικά του απωθημένα, ανάμεσα στο πάθος, την αγάπη και την πλάνη — χαρακτήρες «larger than life», που θα μπορούσαν να σταθούν ανάμεσά μας.

Στο φινάλε, το σασπενς  απογειώνεται. Η τελευταία μισάωρη σκηνή είναι μια ωδή στα είδη: road movie, western, μονομαχίες, δράμα και αγωνία συνδυάζονται σε ένα μοναδικό κράμα. Τα αυτοκίνητα γίνονται χαρακτήρες από μόνα τους — φόρος τιμής σε ταινίες όπως Mad Max, Vanishing Point, Duel και The French Connection. Η ταινία γυρίστηκε σε VistaVision, μια τεχνική που χρησιμοποιεί μεγαλύτερο φιλμ από το συνηθισμένο, δίνοντας στα πλάνα μεγαλύτερη ευκρίνεια και βάθος. Το αποτέλεσμα είναι οπτικά εντυπωσιακό: τα απέραντα τοπία φαίνονται πιο δραματικά και τα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των ηθοποιών αποκτούν μεγαλύτερη ένταση, προσδίδοντας στην ταινία έναν τόνο πιο δραματικό και επικό. Παρόλο που η ταινία διαρκεί 3 ώρες και 15 λεπτά, το φανταστικό μοντάζ, η έξυπνη διαλογή των σκηνών και η ασταμάτητη δράση  κρατούν τον θεατή σε πλήρη εγρήγορση, χωρίς νεκρά διαστήματα, κάνοντάς σε να μην καταλαβαίνεις πώς περνάει η ώρα.

Το  One Battle After Another καταφέρνει να ισορροπεί σε αδημονία , περιπέτεια, και κοινωνικό σχόλιο. Ο Anderson και ο DiCaprio, μαζί με το εξαιρετικό ensemble, δημιουργούν μια ταινία που σε κρατάει σε εγρήγορση, σε μαγεύει και σε αφήνει με την αίσθηση ότι μόλις παρακολούθησες κάτι που ξεπερνά τις προσδοκίες ενός απλού κινηματογράφου — ένα έργο γεμάτο ένταση, χιούμορ, και κινηματογραφική μαγεία.

Σχολιάστε