Ο Ιωάννης Καμπούρης ανήκει στη νέα γενιά ηθοποιών που αντιμετωπίζουν το θέατρο ως χώρο έρευνας, αφήγησης και προσωπικής έκφρασης. Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1996 και απόφοιτος του Τμήματος Θεάτρου του ΑΠΘ, έχει συνεργαστεί ήδη με σημαντικούς σκηνοθέτες, ενώ το 2019 συνίδρυσε την ομάδα «δίpus άpterus», η οποία έχει ξεχωρίσει για τον τρόπο που προσεγγίζει τη θεατρική αφήγηση: καθαρά, ουσιαστικά και με προσήλωση στην ιστορία. Με αφορμή την παράσταση «ΡΟΖΑ», βασισμένη στο μυθιστόρημα του Maurice Pons, μιλήσαμε μαζί του για την έλξη που άσκησε το βιβλίο, τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στο χιούμορ και το υπαρξιακό, τις προκλήσεις του να παίζεις έναν ρόλο που έχεις γράψει ο ίδιος και για την ανάγκη της ομάδας να φέρνει στο προσκήνιο ιστορίες – τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΚΟΝΔΡΑΝΗ
Τι σας τράβηξε στο μυθιστόρημα του Maurice Pons και σας έκανε να θέλετε να το μεταφέρετε στη σκηνή;
Όταν διαβάζεις κάτι καλό, το καταλαβαίνεις ακαριαία. Δε θέλει πολύ χρόνο, δε θέλει πολλή σκέψη. Απλά αδημονείς να το ξαναπιάσεις στα χέρια σου. Έτσι συνέβη και με την «Ρόζα», είχε τα πάντα: χιούμορ, ρυθμό, πολύ καλά δομημένο storytelling, μυστήριο, suspense, ένα έντονο στοιχείο παραμυθιού, πάρα πολλά ερωτηματικά, αλλά, κυρίως, μια θεατρικότητα που μας έκανε να θέλουμε να δούμε αυτήν την ιστορία να ζωντανεύει μπροστά μας. Νομίζω όλα αυτά ήταν αρκετά για να κάνουν την «Ρόζα» του Maurice Pons μια πολύ καλή αφορμή για την «Ρόζα» των δίpus άpterus.
Η ξεκαρδιστική και υπαρξιακή ΡΟΖΑ, επιστρέφει για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Τεχνών Θεσσαλονίκης
Η «ΡΟΖΑ» συνδυάζει μαύρη κωμωδία, μυστήριο και υπαρξιακά στοιχεία. Πώς καταφέρατε να ισορροπήσετε αυτά τα διαφορετικά στοιχεία στο σενάριο;
Η αλήθεια είναι πως αυτός που θα κρίνει αν καταφέραμε να τα ισορροπήσουμε είναι ο θεατής. Σε τέτοιου είδους παραστάσεις, απαιτείται μια πολύ λεπτή διαχείριση αναφορικά με την ποσότητα και την ποιότητα του χιούμορ, την καθαρότητα της ιστορίας και την ανάδειξη αυτού που, τελικά, θέλεις να πεις (ή να ρωτήσεις). Κι όταν καταπιάνεσαι με τη δημιουργία μιας παράστασης για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, τα όρια αρχίζουν να γίνονται ακόμα πιο θολά. Οπότε, η διαρκής μας προσπάθεια ήταν να «αθωώνουμε» το βλέμμα μας απέναντι στην παράσταση ξανά και ξανά, ώστε να φτάσουμε όσο το δυνατόν πιο κοντά σε αυτό το πολυπόθητο «μέτρο».
Σας αρέσει να παίζετε έναν ρόλο που έχετε γράψει ο ίδιος; Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις και τα πλεονεκτήματα;
Για να είμαι ειλικρινής, όχι. Όταν γράφεις (μιλάω για την «Ρόζα» και μόνο, δεν είμαι συγγραφέας), ασυναίσθητα τα φέρνεις όλα στα μέτρα σου, στο δικό σου στόμα, στους δικούς σου τρόπους έκφρασης. Αυτό δεν είναι κάτι που θα σε εξελίξει, που θα σε βγάλει από τα νερά που κολύμπησες ως τώρα (κειμενικά μιλώντας τουλάχιστον). Είναι όμως κάτι που σου δίνει την ελευθερία της έκφρασης. Και καμιά φορά, κάθομαι και σκέφτομαι: «Τι είναι πιο σημαντικό; Το να εξελίσσεσαι ή το να εκφράζεσαι;». Ακόμα δεν έχω απάντηση.

Η παράσταση έχει έντονα κωμικά αλλά και υπαρξιακά στοιχεία. Πώς καταφέρνετε να περάσετε αυτό το εύρος συναισθημάτων στο κοινό;
Νομίζω πως, σε τελική ανάγνωση, η ίδια η ζωή καταλήγει να είναι πολύ πιο πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη από την τέχνη. Όσο κι αν θέλουμε να πιστεύουμε το αντίθετο, έχω την αίσθηση πως γελιόμαστε. Απλώς, η ζωή δεν είναι τόσο θορυβώδης. Υποθέτω, λοιπόν, πως από πολύ μικροί εκπαιδευόμαστε σε τέτοιου είδους αντιφάσεις, οξύμωρα σχήματα, παράλογα συνταιριάσματα. Συνεπώς, αν το κάνει η ζωή από τη μέρα που γεννιόμαστε, η τέχνη δεν μπορεί παρά να είναι το κερασάκι στην τούρτα των αντιφάσεων.
Η ομάδα «δίpus άpterus» είναι σχετικά νέα. Ποια ήταν η ιδέα πίσω από τη δημιουργία της;
Η ιδέα ήταν πολύ απλή: θέλαμε να επιλέγουμε τις ιστορίες που θα πούμε. Κι αυτό με παραπέμπει σε έναν από τους βασικούς μας άξονες: θέλουμε να λέμε ιστορίες. Όχι διαλέξεις, όχι εκθέσεις ιδεών, όχι σκηνικά δοκίμια, όχι εγκεφαλικά θεατρικά επινοήματα, όχι stand-up comedy. Ιστορίες. Από ‘κει και πέρα, η βεντάλια που μπορεί να προκύψει ενδέχεται να είναι τεράστια και τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν απεριόριστα, αλλά πάντα ο πυρήνας θέλουμε να είναι οι ιστορίες. Και το λέω αυτό, διότι έχω μια αίσθηση πως η ιστορία τείνει να εκλείψει από το θέατρο. Μπορεί να κάνω και λάθος.
Yπάρχει κάποιο μήνυμα ή συναίσθημα που ελπίζετε ότι θα φύγει ο θεατής μαζί του από τη ΡΟΖΑ;
Το μόνο που ελπίζουμε είναι να δικαιώσουμε το χρηματικό αντίτιμο που θα πληρώσει. Αν το καταφέρουμε, θα είναι τιμή μας.

