Ο Κουρέας της Σεβίλλης είναι από εκείνα τα έργα που, αν παιχτούν «σωστά», δεν χρειάζονται ούτε εξηγήσεις ούτε συστάσεις. Η παράσταση που παρουσιάζεται αυτή την περίοδο στη Θεσσαλονίκη , 9/10 Δεκεμβρίου 2025, στο Μέγαρο Μουσικής, το καταλαβαίνει αυτό και δεν προσπαθεί να «σοβαρευτεί» περισσότερο απ’ όσο πρέπει. Αντίθετα, επενδύει ξεκάθαρα στη σβελτάδα, στο χιούμορ, στο παιχνίδι των χαρακτήρων και στον ρυθμό — κι εκεί κερδίζει το στοίχημα.
ΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΚΟΝΔΡΑΝΗ
Η σκηνοθεσία του Igor Bergler αντιμετωπίζει το έργο σαν ζωντανή κωμωδία καταστάσεων και όχι σαν μουσειακό έκθεμα. Οι παρεξηγήσεις, οι μεταμφιέσεις και τα συνεχή μπλεξίματα των ηρώων ξετυλίγονται με καθαρότητα και ενέργεια, χωρίς να «βαραίνουν» από περιττές σκηνικές ιδέες. Υπάρχει μέτρο, ρυθμός και μια διάθεση να επικοινωνηθεί το γέλιο άμεσα με το κοινό.
Ο Φίγκαρο που ερμηνεύει ο βαρύτονος Iordache Basalic, παραμένει — όπως πρέπει — η κινητήρια δύναμη της ιστορίας: πανούργος, γρήγορος, ελαφρώς προκλητικός, πάντα ένα βήμα μπροστά. Δίπλα του, η Ροζίνα, εκπληκτική η Άρτεμις Μπόγρη, δεν παρουσιάζεται ως παθητικό θύμα, αλλά ως έξυπνη και αποφασισμένη, κάτι που δίνει σύγχρονη πνοή σε έναν παραδοσιακό ρόλο. Ο δε Μπάρτολο, ο ξεκαρδιστικός Lustinian Zetea, αποδίδεται όχι απλώς ως «κακός», αλλά ως κωμική φιγούρα εγκλωβισμένη στις ίδιες της τις εμμονές.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο Κόμης Αλμαβίβα, που τον ερμηνεύει ο τενόρος Βασίλης Καβάγιας, ο οποίος δεν προσεγγίζεται ως απλός ρομαντικός ήρωας, αλλά ως μια φιγούρα διχασμένη ανάμεσα στον έρωτα και τη ματαιοδοξία του. Η ερμηνεία του αποφεύγει τον εξιδανικευμένο τόνο και φωτίζει την επιμονή, την αμηχανία και —σε στιγμές— την αφέλεια ενός άντρα που μαθαίνει να διεκδικεί όχι μόνο με εξουσία, αλλά και με ευαλωτότητα. Έτσι, ο Κόμης δεν λειτουργεί απλώς ως κινητήριος μοχλός της πλοκής, αλλά αποκτά ανθρώπινο βάθος μέσα στην κωμική υπερβολή του έργου.
Μουσικά, το έργο λειτουργεί όπως ακριβώς το απαιτεί ο Ροσίνι: με ακρίβεια, ευελιξία και νεύρο. Τα διάσημα θέματα δεν αντιμετωπίζονται ως «μουσικές βιτρίνες», αλλά εντάσσονται οργανικά στη δράση, χωρίς επιδεικτικότητα. Η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονικης στηρίζει με ζωντάνια τη σκηνή, κρατώντας το τέμπο σε σταθερά υψηλά επίπεδα, χωρίς να κουράζει.
Η ορχήστρα με την συμβολή του μαέστρου Daniel Jinga λειτουργούν ως πραγματική ραχοκοκαλιά του έργου. Η μουσική διεύθυνση διακρίνεται για τον έλεγχο, την κομψότητα και την εξαιρετική αίσθηση ρυθμού, στοιχεία απολύτως αναγκαία στον Ροσίνι. Οι ταχύτητες κρατιούνται ζωντανές χωρίς να γίνονται βεβιασμένες, ενώ οι δυναμικές εναλλαγές υπηρετούν σταθερά τη σκηνική δράση. Η ορχήστρα ανταποκρίνεται με ακρίβεια, καθαρότητα και εντυπωσιακή συνοχή, φωτίζοντας τις λεπτομέρειες της παρτιτούρας και αναδεικνύοντας τόσο το κωμικό νεύρο όσο και τη λεπτή λυρικότητα του έργου. Η σχέση σκηνής και μουσικού συνόλου παραμένει σε διαρκή διάλογο, δημιουργώντας την αίσθηση μιας παραγωγής απολύτως συγχρονισμένης.
Αν υπάρχει κάτι που ίσως ξενίσει ένα πιο «αυστηρό» κοινό, είναι η συνειδητή επιλογή να δοθεί έμφαση στη θεατρικότητα και λιγότερο στη μεγαλοπρέπεια. Όμως αυτή ακριβώς η επιλογή είναι που κάνει την παράσταση προσβάσιμη, ευχάριστη και ουσιαστικά λαϊκή — με την καλή έννοια.

Η όπερα στο Μέγαρο δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με φτιασίδια, αλλά με καθαρή αφήγηση, ζωντανό ρυθμό και ειλικρινές χιούμορ. Μάλιστα οι ήρωες του έργου παίζουν και με ελληνικές λέξεις ανύποπτους χρόνους μέσα στο έργο, προσφέροντας ένα έξτρα γέλιο στο κοινό. Είναι μια παράσταση που σου θυμίζει ότι η όπερα, πέρα από τέχνη υψηλών απαιτήσεων, είναι και καθαρή απόλαυση.

Πράγματι η παράσταση έβγαζε γέλιο και θυμηδία. Παραλείψατε να αναφερθείτε στα κουστούμια που έμοιαζαν με αποκριάτικα (εκτός από τα κουστούμια εποχής, που προφανώς είχαν νοικιαστεί από βεστιάριο) και στα σκηνικά, που προέρχονταν από άλλη, παλαιότερη παράσταση. Ενδιαφέρουσα η χρήση των λούτρινων, ήταν απόλυτα συνεπής με την εν γένει γελοιότητα της σκηνοθεσίας. Επίσης, πρέπει να γίνει μνεία στις χορογραφίες που θύμιζαν σχολική παράσταση. Όποιος πράγματι είδε την παράσταση σίγουρα λυπήθηκε τους τραγουδιστές που προσπαθούσαν να αποδώσουν σωστά στο πλαίσιο μας παράστασης που σε ύφος θύμιζε Δελφινάριο και όχι κωμική όπερα.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!