Κείμενο: ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΚΟΝΔΡΑΝΗ
Άρχισα να πεινάω πάλι. Τι μαρτύριο και αυτό, κάθε μέρα κάθε ώρα πεινάμε. Ξεκίνησα να σκέφτομαι τι να φάω. Ανοίγω το ψυγείο, έχει λίγο τυρί, βούτυρο, ντομάτες, πιπεριές και αυτόματα σκέφτομαι να κάνω μια μακαρονάδα να τελειώνουμε. Ανοίγω το ντουλάπι με το ρύζι και τις πάστες και βλέπω μόνο κάτι μακρόστενα σπαγγέτι που μου τι σπάνε. Ήθελα πένες. Ο Νίκος έχει μια εμμονή όπως και η Μαρία με τα σπαγγέτι σε όλα τα μεγέθη και κάθε φορά που τα αντικρίζω τους θυμάμαι. Γιατί; Επειδή αυτοί ευθύνονται που ένα πακέτο του συγκεκριμένου ζυμαρικού βρίσκεται στο ντουλάπι πάντοτε και δεν θέλω ποτέ να το φάω μόνη, παρά μόνο μαζί τους, για να τους κάνω το χατήρι. Με όλη αυτή τη σκέψη βαρέθηκα και δεν θέλω να μαγειρέψω. Ποιος κόβει, ποιος πλένει, ποιος περιμένει το νερό να βράσει…

Ανοίγω το λαπτοπ για να χαζέψω online menu. Πρώτη στάση μια ελληνική αλυσίδα που πουλάει φάνσι χάμπουργκερ. Ωραία. Μπιφτέκι παρέα με πατατούλες ντεμέκ φούρνου, αγκαλιά με λιπαρές σος και κασέρια με μπέικον. Αυτόματα μου έρχεται στο μυαλό πως όλο αυτό το τζανκ φούντ θα μετουσιωθεί σε κυτταρίτιδα και έξτρα λίπος στην κοιλιά μου και η όρεξη για χάμπουργκερ πάει περίπατο. Μήπως να παραγγείλω ένα σουβλάκι; Σκέτο, χωρίς πίτα, ψωμιά και σάλτσες. Γιατί έτσι όπως μου είπε κάποτε μια διατροφολόγος, αν είναι να φας από έξω, φάε ένα σκέτο σουβλάκι κοτόπουλο και συνόδεψε το με σαλάτα ή ένα κομματάκι πίτα. Αλάδωτη εννοείται. Στο μυαλό μου αυτή τη φορά έρχεται ο μπαμπάκας μου να μου λέει πως μην τρως σαλάτες από έξω γιατί “τα μαρούλια τους δεν τα πλένουν καλά και είναι φουλ στις ορμόνες” . ΟΚ, ξενερώνει και το όνειρο της σαλάτας παρέα με το σουβλάκι δίπλα στην πίτα. Γιατί αν το φάω σκέτο μετά από δυο ώρες το στομάχι μου θα παίζει ταμπούρλο από την πείνα και θα ξαγρυπνήσουν μαζί του μέχρι και τα δάχτυλα των ποδιών μου από την τρέλα.
Η ώρα περνάει και ακόμη αναρωτιέμαι. Τι να φάω; Ανοίγω το Ίνσταγραμ να πάρω καμιά ιδέα. Για καλό το έκανα τώρα αυτό; Ο οργασμός του πιάτου κάνει παρέλαση μπροστά στα μάτια μου και μάλιστα καλοντυμένος.
Υπέροχα κρέατα κάνουν παρέα σε ποτήρια κόκκινου κρασιού, τοποθετημένα σαν σούπερ μόντελ σε φωτογραφίες σαν έργα τέχνης, καθώς στο επόμενο καρέ μια πάστα έχει ποζάρει με μια πέστο από επάνω της που κάθετε σαν μια μαλακή πράσινη κουβέρτα, η οποία να σημειωθεί πώς μου φαίνεται σαν να μου γελάει κλέφτικα και να με καλεί να τη φάω. Με συνοπτικές διαδικασίες. Τι εμμονή έχουμε πάθει τελευταία και φωτογραφίζουμε όλοι το φαγητό μας, λες και είναι ένα τρόφι που πρέπει να το δείξουμε σε όλους τους φίλους μας; Κοιτά τι έφαγα; Μια ταλιάτα ψιλοκομμένη με απίστευτα μυρωδικά. Παλιά φωτογραφίζαμε την παρέα που τρώγαμε μαζί και τη βάζαμε στα άλμπουμ στο σπίτι και χαιρόμασταν. Τώρα φωτογραφίζουμε το φαΐ. Πάνε οι παρέες. Μόνο τα αντικείμενα πια αξίζουν φωτογραφία.

Πες τα να στα πω, εγώ ακόμη πεινάω. Μήπως να φωνάξω κανέναν φίλο να έρθει να μαγειρέψει αυτός; Βάζω τα υλικά, βάζεις τον κόπο και ωφελούμαστε και οι δυο. Αλλά αυτόματα σκέφτομαι μέχρι να ξεκουνηθεί να έρθει, θα θέλω να φάω μέχρι και τα τασάκια στο σπίτι. Άσε που θα θέλει να πιούμε και ένα κρασί πρώτα και να πούμε δυο λόγια…καληνύχτα. Θα φάω και τα ράφια του ψυγείου.
Μήπως να βράσω δυο αυγά; Και να βάλω λίγο Νετφλιξ να χαζέψω ενώ παράλληλα θα κόβω και ένα αβοκάντο στη μέση για να τα συνοδέψει; Και να βρέξω και δυο παξιμαδάκια από χαρούπι έτσι για να με “πιάσουν” λίγο και να μην βρυκολακιάσω από την πείνα κατά τις 2 τα χαράματα; Με αυτόν τον τρόπο και η διατροφολόγος θα είναι χαρούμενη και το στομάχι δεν θα διαμαρτύρεται. Πάω να βάλω ένα ποτηράκι μάλμπεκ να μου κάνει παρέα μέχρι να γίνουν τα αυγά για να απασχολήσω κάπως τους γευστικούς μου κάλυκες μέχρι να βράσει το νερό. Και κλείνω αυτό εδώ το κείμενο με πεινασμένους χαιρετισμούς.