Μια μακροχρόνια κινηματογράφηση στον καταυλισμό των Τσιγγάνων του Ηρακλείου Κρήτης αποκαλύπτει την ιστορία της μεγαλύτερης οικογένειας και την προσωπικότητα του θρυλικού πατριάρχη της, ο οποίος κατάφερε σε πολύ νεαρή ηλικία να μορφωθεί, να ενταχθεί στο αστικό πλαίσιο και τελικά να τα χάσει όλα εξαιτίας των στερεοτύπων της ίδιας του της κοινότητας.
Αυτό είναι το στόρι του νέου ντοκιμαντέρ της σκηνοθέτη Ευαγγελίας Γούλα, «Oti Vakeresa Mange- Ότι λες για μένα» που πρόκειται να κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα του στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Η σκηνοθέτης μίλησε στο notesfromlife για το θέμα της ταινίας και πότε αποφάσισε να το οπτικοποιήσει, καθώς και πως προσέγγισε την κοινότητα των Τσιγγάνων του Ηρακλείου αλλά και πόσο διάστημα της πήρε για να υλοποιήσει το όλo project.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΚΟΝΔΡΑΝΗ
Το ντοκιμαντέρ έχει να κάνει με μια τραγωδία που επηρέασε πολλές γενιές ανθρώπων. Πως ανακαλύψατε αυτή την ιστορία και πως αποφασίσατε να την κάνετε ταινία;
Η ταινία Ό,τι λες για μένα, ξεκίνησε με την ιδέα της κινηματογράφησης, στο πλαίσιο της παρατήρησης, με θέματα που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής και την κουλτούρα της κοινότητας των Ρομά Νέας Αλικαρνασσού, Ηρακλείου Κρήτης. Στόχος ήταν η ταινία αυτή να επικοινωνήσει την άλλη όψη του «νομίσματος», όλα όσα έβλεπαν τα μάτια μου, την ανθρώπινη πλευρά αλλά και τον κοινωνικό αποκλεισμό που βιώνουν οι Ρομά γενικότερα. Στο διάστημα αυτό ανέπτυξα πολύ καλές σχέσεις με την πλειοψηφία της κοινότητας. Ήμουν παρούσα και με την κάμερα στο χέρι σχεδόν σε όλες τις κοινωνικές τους εκδηλώσεις, σε χαρές και λύπες (γάμοι, αρραβώνες, γλέντια και κηδείες), μέχρι που ήρθε στην επιφάνεια η δραματική ιστορία της μεγαλύτερης οικογένειας της εν λόγω κοινότητας.
Ομολογώ ότι η αποκάλυψη αυτή με συγκλόνισε και εκτιμώ πολύ που οι άνθρωποι αυτοί άνοιξαν τις καρδιές τους και μοιράστηκαν μαζί μου όλα όσα είχαν θάψει βαθιά μέσα τους. Κάποιοι απ΄αυτούς δεν μοιράστηκαν ποτέ την ιστορία της οικογένειάς τους ούτε με τα παιδιά τους. Με γοήτευσε πολύ η προσωπικότητα του θρυλικού πατριάρχη της οικογένειας αυτής, του Παρασκευά, ο οποίος έζησε πολλές περιπέτειες, και σε πολύ μικρή ηλικία κατάφερε να αποκοπεί από τα «τείχη» της τσιγγάνικης νομαδικής ζωής, να μορφωθεί και να ενταχθεί στο αστικό πλαίσιο και μοντέλο ζωής, και τελικά να τα χάσει όλα εξαιτίας των στερεοτύπων της ίδιας του της κοινότητας.
Η δραματική ιστορία της οικογένειας αυτής ήταν ένα κομβικό σημείο στην κινηματογραφική μου καταγραφή. Αφενός γιατί μέσα από την κοινότητα των Ρομά Νέας Αλικαρνασσού, βρήκα τα κεντρικά πρόσωπα του ντοκιμαντέρ και τον ήρωά μου, και αφετέρου γιατί με την ταινία αυτή έρχεται στο προσκήνιο μια δυνατή και ανθρώπινη ιστορία, που αναδεικνύει την αθέατη πλευρά αυτών των ανθρώπων, φέρνοντας σε πρώτο πλάνο την προσωπική τους ταυτότητα έναντι της εθνοτικής

Μιλάτε για μια μακροχρόνια καταγραφή στον καταυλισμό Τσιγγάνων του Ηρακλείου Κρήτης. Πόσο καιρό σας πήρε η υλοποίηση του ντοκιμαντέρ;
Το πρότζεκτ OTI VAKERESA MANGE (ΟΤΙ ΒΑΚΕΡΕΣΑ ΜΑΝΓΚΕ) που στα Ρομανί σημαίνει Ό,τι λες για μένα, ξεκίνησε αμέσως μετά την ολοκλήρωση της πρώτης μου ταινίας – ντοκιμαντέρ “i itsai Romni – το κορίτσι Γυναίκα” (2017), που γυρίστηκε στην ίδια κοινότητα με θέμα την πρόωρη σύναψη γάμου των παιδιών Ρομά, την «τιμή» του κοριτσιού και την θέση της γυναίκας Ρομά με έμμεσο σχόλιο για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία γενικότερα. Από τα μέσα του 2017 επικεντρώθηκα στο στεγαστικό πρόβλημα της κοινότητας και του χώρου – οικοπέδου (Δημοτική περιουσία) που ζούν από το 1980, στις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης (χωρίς ηλεκτροδότηση, ύδρευση – άρδευση κ.α.), στην εκπαιδευτική και ακαδημαϊκή εξέλιξη των παιδιών καθώς και το μείζον ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι Ρομά στην πλειοψηφία τους στον χώρο της εργασίας, λόγω αναλφαβητισμού.
Στα μέσα περίπου του 2020, ένα απόγευμα που έπινα καφέ στο καφενείο του κυρ Γιώργη (γιος του Παρασκευά) και συζητούσαμε για τα προβλήματα της κοινότητας (στεγαστικό, ηλεκτροδότηση κ.α.), ξαφνικά συγκινήθηκε, και άρχισε να μου μιλάει για τον πατέρα του και την πολυτελή ζωή τους πριν από 50 – 60 χρόνια. Λίγο αργότερα σηκώθηκε, πήγε στο σπίτι του και έφερε ένα ξύλινο μπαουλάκι που είχε φτιάξει ο πατέρας του, ο Παρασκευάς. Το άνοιξε, και στον πάτο του μπαούλου είδα δύο αγκαλιασμένες σκαλιστές φιγούρες, ενός άνδρα και μιας γυναίκας και τα ονόματά τους, Αμαλία και Παρασκευάς. Με το μπαουλάκι αυτό που άνοιξε ο κυρ Γιώργης, άνοιξε και η ιστορία της οικογένειας. “Πήγαινε στα αδέρφια μου” μου είπε, “έχουν και αυτοί έργα του πατέρα μας, και οι αδερφές μου έχουν φωτογραφίες να σου δείξουν”. Από το 2020 μέχρι το 2021 – ’22, επικεντρώθηκα στην ιστορία του Παρασκευά και της οικογένειας αυτής. Πήγα στην Γαστούνη Ηλείας, να βρω το σπίτι που εγκατέλειψαν, μετά το φονικό που διέπραξε ο Παρασκευάς για την «τιμή» της κόρης του. Έπειτα πήγα στις αγροτικές φυλακές Αγυιάς Χανίων που έκανε την ποινή του ο Παρασκευάς, και στον χώρο – εργαστήριο της φυλακής αυτής που ξεκίνησε να φτιάχνει τα ξύλινα εργόχειρα που άφησε στα παιδιά του. Στα τέλη του 2022, αρχές Γενάρη ολοκληρώθηκαν τα τελευταία γυρίσματα.

Πως καταφέρατε και κινηματογραφήσατε μέσα στην κλειστή κοινωνία των τσιγγάνων; Πως κερδίσατε την εμπιστοσύνη των ανθρώπων;
Εργάζομαι ως εικαστικός σε δημοτικά σχολεία της Κρήτης και από το 2014 μέχρι τώρα είμαι στο 3ο Δ.Σ. Νέας Αλικαρνασσού που φοιτούν και τα παιδιά της ανατολικής πλευράς του καταυλισμού (παιδιά σε πλειοψηφία της φάρας των Σεραφειμόπουλων – φαμίλια Παρασκευά). Με αφορμή ένα κορίτσι της έκτης τάξης, 13 χρονών, που διέκοψε το σχολείο γιατί το ζήτησαν σε γάμο, αποφάσισα να προσεγγίσω το θέμα αυτό και ξεκίνησα να πηγαίνω στον καταυλισμό. Αξίζει να αναφέρω ότι οι γονείς του κοριτσιού δεν ανταποκρίθηκαν στο προξενιό αυτό και πήραν την απόφαση να διακόψει το κορίτσι το σχολείο γιατί φοβήθηκαν να μην το κλέψουν κατά το πήγαινε – έλα στο σχολείο.
Δεδομένου ότι ήμουν οικείο πρόσωπο για τα παιδιά και για ορισμένους γονείς του καταυλισμού, κατάφερα να αναπτύξω σχέσεις και οικειότητα με την κοινότητα σχετικά γρήγορα. Φυσικά δεν ήταν εύκολο να βγάλω μια κάμερα και να ξεκινήσω να καταγράφω από την μια μέρα στην άλλη. Με τον καιρό γνώρισα όλες τις ηλικιακές ομάδες και οι επισκέψεις μου στον καταυλισμό έγιναν σχεδόν καθημερινές.
Το ενδιαφέρον μου κέντρισαν όλες οι παραδόσεις τους που έχουν μείνει αναλλοίωτες μέσα στον χρόνο: ο γάμος, που αποτελεί βασική αποστολή των ανθρώπων σε αυτή την κοινωνία, η πανηγυρική επίδειξη του «σεντονιού» προς τους καλεσμένους ως απόδειξη της εντιμότητας της νύφης, ο τρόπος ζωής των γυναικών και η θέση τους μέσα στην κοινότητα. Προσέγγισα το θέμα της πρόωρης σύναψης του γάμου των παιδιών Ρομά με απόλυτο σεβασμό και έτσι ξεκίνησα την κινηματογράφηση της πρώτης μου ταινίας. Πιστεύω ότι την εμπιστοσύνη την κέρδισα με τον χρόνο αλλά και γιατί ένιωσα και εγώ πολύ οικεία μέσα στην εν λόγω κοινότητα.
Έχετε αναλάβει το σενάριο, τη σκηνοθεσία, το μοντάζ και τη διεύθυνση φωτογραφίας του ντοκιμαντέρ. Πόσο εύκολο είναι για έναν δημιουργό η ανάθεση στον εαυτό του τόσων πολλών ρόλων;
Σε τέτοιου είδους ταινίες – ντοκιμαντέρ που προκύπτουν από μια μακροχρόνια κινηματογραφική έρευνα και παρατήρηση, ο πολλαπλός ρόλος του δημιουργού είναι σχεδόν αναπόφευκτος. Οι μέρες και οι ώρες που αφιέρωσα στην κινηματογράφηση αυτή (2017 – 2022) είναι άπειρες, καθώς και το υλικό που συλλέχθηκε. Η σκηνοθεσία και η διεύθυνση φωτογραφίας είναι μέρος αυτής της κινηματογράφησης και φυσικά από αυτή προκύπτει το σενάριο αλλά και το μοντάζ το ίδιο. Το μοντάζ το αντιμετώπισα με απόλυτο σεβασμό ως προς την αλήθεια του και την σκηνοθετική προσέγγιση. Δεν θα πω ότι ήταν εύκολο, αλλά πιστεύω ότι είναι εξίσου πολύ δύσκολο μια τέτοια προσέγγιση και μακροχρόνια καταγραφή να γίνει σε συνεργασία με πολλούς ανθρώπους που θα αναλάβει ο καθένας έναν αντίστοιχο ρόλο.

Είναι μόλις το δεύτερο ντοκιμαντέρ σας σαν σκηνοθέτης. Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με την σκηνοθεσία;
Η ιδέα για να ασχοληθώ με την σκηνοθεσία ήρθε στα φοιτητικά μου χρόνια, όταν ήμουν στο 4ο έτος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας. Εκείνη την χρονιά παρακολούθησα τα σεμινάρια, «Κινηματογεγραμμένες Πόλεις» (2009-2010), που πραγματοποιήθηκαν στο μεταπτυχιακό τμήμα της σχολής Π.Μ.Σ. ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΕΧΝΗΣ, απ΄ όπου και αποφοίτησα το 2017 μετά τις προπτυχιακές μου σπουδές. Σε μια από αυτές τις συναντήσεις είδα και γνώρισα τις ταινίες της Εύα Στεφανή. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά τον όρο Κινηματογράφος Παρατήρησης. Η ιδέα του δημιουργικού ντοκιμαντέρ ήταν κάτι που με πυροδότησε ως εικαστικό. Ξεκίνησα να πειραματίζομαι με μια ερασιτεχνική κάμερα, με πρωταγωνιστές πρόσωπα της οικογένειας μου, όπως το πορτρέτο της προγιαγιάς μου κ.α. Δημιουργικά καταπιάστηκα και με το μοντάζ, λίγο καιρό μετά το θάνατο του παππού μου που άρχισα να συλλέγω όλες τις βιντεοκασέτες, κασέτες κάμερας, φιλμ super 8 και φωτογραφικό υλικό, που περιείχε την ζωή της οικογένειας όλης, από το 1964 που έφυγαν μετανάστες στην Γερμανία μέχρι και λίγα χρόνια πριν το θάνατό του, 2008. Εκεί σκέφτηκα και γέλασα, “και ο παππούς στην παρατήρηση”.
Περισσότερες πληροφορίες για το ντοκιμαντέρ εδώ.
