Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τίμησε τον σκηνοθέτη Νικολάους Γκεϊρχάλτερ, μέσα από ένα αφιέρωμα στο έργο του. Την Τρίτη 7 Μαρτίου απονεμήθηκε στον αυστριακό δημιουργό τιμητικός Χρυσός Αλέξανδρος. Την ίδια ημέρα, ο σκηνοθέτης παρέδωσε masterclass με τίτλο «Η τέχνη της πραγματικότητας».
Στο πλαίσιο του masterclass, το οποίο πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, τον λόγο πήρε αρχικά ο κ. Απόστολος Καρακάσης, σκηνοθέτης και καθηγητής στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ, ο οποίος προλόγισε τον Νικολάους Γκεϊρχάλτερ στο κοινό: «Είναι μεγάλη μας τιμή να υποδεχόμαστε μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες του σύγχρονου ντοκιμαντέρ τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Είναι βέβαιο πως ο ίδιος θα κοκκινίσει ακούγοντας αυτά τα λόγια διότι είναι εξαιρετικά σεμνός και προσιτός, αλλά πιστέψτε με, δεν υπερβάλλω ούτε στο ελάχιστο. Ο Νικολάους Γκεϊρχάλτερ έχει αναπτύξει τη δική του προσωπική κινηματογραφική γλώσσα, η οποία ωθεί τον θεατή να στοχαστεί για όλα τα κομβικά ζητήματα που απασχολούν τη δυτική κοινωνία. Σχεδόν όλες οι ταινίες του έχουν προβληθεί σε προηγούμενες διοργανώσεις του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και έχουν αποσπάσει πληθώρα από βραβεία και τιμητικές διακρίσεις σε πολλά διεθνή φεστιβάλ. Μάλιστα, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, το Κέντρο Πομπιντού, στο Παρίσι, διοργανώνει ρετροσπεκτίβα στο έργο του», ανέφερε σχετικά.
Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε ο Νικολάους Γκεϊρχάλτερ, ο οποίος ευχαρίστησε το κοινό για την παρουσία του. «Βλέπω πολλούς φοιτητές που σπουδάζουν κινηματογράφο στο κοινό, γεγονός που με χαροποιεί ιδιαίτερα. Οφείλω, βέβαια, να σας πω ότι δεν φοίτησα ποτέ σε κάποια αντίστοιχη σχολή. Μετά την τρίτη απόρριψη, το πήρα απόφαση οριστικά, ίσως μάλιστα να μπήκα και σε μια διαδικασία να αποδείξω στον εαυτό μου πως μπορώ να γυρίσω ταινίες ακόμη και χωρίς να έχω σπουδάσει το αντικείμενο. Έπειτα από τόσα χρόνια αναλογίζομαι πως αν τυχόν είχα ακολουθήσει τις συγκεκριμένες σπουδές, σίγουρα οι ταινίες μου θα ήταν διαφορετικές. Δεν ξέρω αν θα ήταν καλύτερες ή χειρότερες, αλλά σίγουρα δεν θα είχαν αυτή την απλή δομή που διαθέτουν. Παραδίδοντας μαθήματα σε νεαρούς φοιτητές, η πρώτη συμβουλή που τους δίνω είναι να μην ακολουθούν δογματικά τις υποδείξεις των καθηγητών. Φυσικά, δεν το εννοώ τελείως κυριολεκτικά, αλλά καταλαβαίνετε πώς το εννοώ. Προσωπικά μιλώντας, υπήρξα τυχερός, μπόρεσα να βρω τον δρόμο μου σε αυτή την τέχνη και σε αυτή τη δουλειά, ίσως να με βοήθησε και η πρότερη θητεία μου στη φωτογραφία. Θα σας δείξω ένα απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ Γη (Earth), το οποίο ελπίζω πως θα λειτουργήσει ως έναυσμα για να θίξουμε διάφορα θέματα γύρω από το είδος του ντοκιμαντέρ», δήλωσε ο Νικολάους Γκεϊρχάλτερ.
Αμέσως μετά την προβολή του αποσπάσματος, ο αυστριακός δημιουργός αναφέρθηκε λεπτομερώς στο πώς γυρίστηκε το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ: «Το ντοκιμαντέρ αυτό είναι η πιο τρανταχτή απόδειξη ότι ορισμένες φορές δεν χρειάζεται εξαντλητική προετοιμασία για να γυρίσεις ένα ντοκιμαντέρ όπως ακριβώς επιθυμείς. Αρχικά, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να πάρουμε άδεια για να κινηματογραφήσουμε τις εγκαταστάσεις ενός ορυχείου. Ύστερα από πολλές αρνητικές απαντήσεις βρέθηκε αυτό το ορυχείο στην Ισπανία, όπου μας έδωσαν την άδεια να τραβήξουμε πλάνα. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, έξι μέρες προετοιμασίας αποδείχθηκαν αρκετές. Επιπλέον, είναι κανόνας πως δεν πρέπει να έχεις προαποφασίσει πώς ακριβώς θα εξελιχθεί ένα ντοκιμαντέρ. Πρέπει να είσαι διατεθειμένος να προσαρμόζεσαι, να αλλάζεις κατεύθυνση, να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά για ό,τι καινούργιο και ενδιαφέρον προκύψει στην πορεία. Οι άνθρωποι σε μέρη σαν κι αυτό είναι πολύ πιο δεκτικοί και ανοιχτοί να μιλήσουν απ’ όσο θα περίμενε κανείς. Δεν είναι εξάλλου πολύ συχνό και για τους ίδιους να ενδιαφερθεί κάποιος τόσο έντονα για τη ζωή και την εργασία τους. Στη διάρκεια των γυρισμάτων, βιώσαμε δύο αναπάντεχες εκπλήξεις. Πρώτον, ανακαλύψαμε ότι μέσα στο ορυχείο υπήρχε και ένας αρχαιολογικός χώρος. Μιλώντας με τον υπεύθυνο της αρχαιολογικής ανασκαφής, ο οποίος είχε και μια πολύ γοητευτική οπτική ως άνθρωπος, εντάξαμε μια δεύτερη ιστορία στην ταινία, η οποία άρχισε να κινείται παράλληλα με τη βασική ιστορία. Δεύτερον, διαπιστώσαμε πως κάθε μέρα, στις 12 το μεσημέρι, γινόταν μια προγραμματισμένη έκρηξη, την οποία ήμασταν αποφασισμένοι να συμπεριλάβουμε στο τελικό υλικό της ταινίας».
Σε ερώτηση για το κατά πόσο ασκεί δριμεία κριτική στον δυτικό τρόπο ζωής, ο Νικολάους Γκεϊρχάλτερ απάντησε σχετικά: «Εξυπακούεται πως αντιμετωπίζω με κριτική ματιά διάφορες επιζήμιες συμπεριφορές και τάσεις του σύγχρονου ανθρώπου, ιδίως απέναντι στο περιβάλλον: την κατασπατάληση των πόρων, τη μόλυνση, την απληστία με την οποία συμπεριφερόμαστε ως είδος. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, για να πάρω αφορμή από το ντοκιμαντέρ Γη, γοητεύομαι κι εγώ από μια συνθήκη με την οποία διαφωνώ. Η ανθρωπότητα ανέκαθεν προσπαθούσε να ανακαλύψει νέους πόρους, να τραβήξει τα όριά της πέρα από το επιτρεπτό, να προχωρήσει σε αχαρτογράφητα βάθη. Το ζητούμενο δεν είναι να ασκήσεις μια εύκολη και ανέξοδη κριτική. Το σημαντικό είναι να κατανοήσεις και να αφουγκραστείς, να δείξεις ενδιαφέρον. Κατά τη γνώμη μου, οι ταινίες δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Μπορούν, όμως, να σε οδηγήσουν σε μονοπάτια που δεν φανταζόσουν, να πυροδοτήσουν μια εσωτερική διεργασία που δεν φαινόταν δυνατή ή πιθανή. Το δικό μου χρέος είναι να καδράρω και να κινηματογραφήσω τις καταστάσεις, τις ιστορίες και τις συνθήκες με τρόπο που θα κάνω τον θεατή να νιώσει παρών. Μόνο αν νιώσεις πως βρίσκεσαι εκεί, πως όλα αυτά που βλέπεις σε ένα ντοκιμαντέρ, όντως συμβαίνουν στην πραγματική ζωή, στον δικό μας κόσμο, μπορείς να αναπτύξεις γνώμη», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ακολούθως, απαντώντας σε ερώτηση του κοινού, μίλησε για τη χρήση των συνεντεύξεων, τη μέθοδο συγγραφής των σεναρίων, αλλά και τη διαδικασία επιλογής των τοποθεσιών στις ταινίες του. «Εννοείται πως φτιάχνω ένα αρχικό σενάριο, χωρίς λεπτομέρειες, όμως, μονάχα με τη γενική κατεύθυνση της ταινίας, δίχως αναλυτικό πλάνο. Κατά τη γνώμη μου είναι επικίνδυνο να ακολουθείς πιστά ένα σενάριο όταν φτιάχνεις ένα ντοκιμαντέρ. Αν παραμείνεις πιστός σε κάτι που έχεις προαποφασίσει, το μόνο που θα πετύχεις είναι η αναπαραγωγή της γνώσης που ήδη κατέχεις. Ο στόχος, όμως, είναι διαφορετικός. Πρέπει να εμπλουτίζεις συνεχώς την οπτική σου, να ανοίγεις τους ορίζοντές σου, να εκπλήσσεις ακόμη και τον ίδιο σου τον εαυτό. Για να το θέσω πιο απλά, πρέπει να αφήνεις χώρο για να συμβούν πράγματα. Όσο για τις συνεντεύξεις, πολλές φορές αποφεύγω να τις εντάξω στις ταινίες μου, αλλά δεν πρόκειται για πάγια τακτική: εξαρτάται πάντα από την περίσταση, από το πώς κύλησαν οι συνεντεύξεις, από το αν μπορούν να λειτουργήσουν ευεργετικά στο πλαίσιο της εκάστοτε ταινίας. Στις ταινίες μου στήνω με την κάμερα μια θεατρική σκηνή, όπου οι συνεντευξιαζόμενοι καλούνται να είναι ο εαυτός τους, χωρίς παρεμβολές ή έξωθεν παρεμβάσεις. Επιπλέον, δεν με ενδιαφέρουν καθόλου τα στατιστικά νούμερα και στοιχεία, τα οποία μπορεί να ξετρυπώσει κανείς εύκολα στο διαδίκτυο. Η αποστολή του ντοκιμαντέρ υπερβαίνει την απλή παράθεση γεγονότων και δεδομένων», δήλωσε χαρακτηριστικά.

«Όσον αφορά τις τοποθεσίες, τις επιλέγω με πολλή προσοχή, αλλά σπανίως τις επισκέπτομαι πριν αρχίσουμε γυρίσματα. Αν το έκανα, θα είχα μια ήδη σχηματισμένη γνώμη και οπτική, από την οποία θα ήμουν αναγκασμένος να απομακρυνθώ όταν θα ερχόταν η ώρα των γυρισμάτων διότι αυτό που συμβαίνει σε αληθινό χρόνο διαφέρει πάντα από ό,τι έχεις προσχεδιάσει. Φυσικά, έχω μια μικρή επίλεκτη ομάδα, η οποία αναλαμβάνει όλη την προετοιμασία. Το δικό μου κομμάτι δουλειάς είναι και το πιο διασκεδαστικό για να είμαι ειλικρινής». Λίγο πριν την ολοκλήρωση του masterclass, ο Νικολάους Γκεϊρχάλτερ έδειξε στο κοινό ένα μικρό απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ Ο επιούσιος, το οποίο φέρνει στο προσκήνιο τις σκοτεινές και αθέατες όψεις της βιομηχανίας των τροφίμων. Απαντώντας σε ερώτηση του κοινού για το αν υπάρχει ηθικό όριο στις βίαιες εικόνες που μπορεί να απεικονίσει ένας δημιουργός ντοκιμαντέρ, ο αυστριακός σκηνοθέτης απάντησε σχετικά: «Στη συγκεκριμένη περίπτωση ένιωσα πως είναι χρέος μου να δείξω την πραγματικότητα στα πτηνοτροφεία και στα σφαγεία, όπως ακριβώς είναι, χωρίς την παραμικρή ωραιοποίηση. Στο κάτω κάτω της γραφής πρόκειται για το φαγητό που βάζουμε στο τραπέζι μας κάθε μέρα. Το κοινό δικαιούται να ξέρει τι ακριβώς ισχύει», κατέληξε σχετικά.
Κλείνοντας, ο Νικολάους Γκεϊρχάλτερ απάντησε στο κατά πόσο επιδιώκει το αισθητικό αποτέλεσμα στα πλάνα του, αλλά και στο αν επιλέγει μια λιγότερο συμβατική και πειραματική αφήγηση σε ορισμένα ντοκιμαντέρ, όπως για παράδειγμα στο Homo Sapiens. «Είναι δεδομένο ότι το αισθητικό σκέλος με απασχολεί ως δημιουργό. Πιστεύω ακράδαντα πως μια όμορφη εικόνα μπορεί να προσελκύσει το κοινό, να εξάψει το ενδιαφέρον του. Σε άλλα ντοκιμαντέρ που έχω σκηνοθετήσει, προσπαθώ να κινηματογραφήσω τα κτίρια και τις υποδομές με τρόπο που βοηθά το κοινό να αντιληφθεί τις δομές ενός ολόκληρου συστήματος. Πιθανώς να παίζει κάποιο ρόλο και η εμπειρία μου στον χώρο της φωτογραφίας. Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ καν να προσδιορίσω ποια είναι η συμβατική και ποια η πειραματική αφήγηση. Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι δεν επιθυμώ ποτέ να φανώ ιδιαίτερα επεξηγηματικός, η υπερβολική πληροφορία αφαιρεί κάθε ενδιαφέρον. Δεν πρέπει να μετατρέπεται ποτέ σε αυτοσκοπό η ικανοποίηση του κοινού. Ούτως ή άλλως δεν πρέπει να υποτιμούμε τον θεατή. Από την εμπειρία μου έχω καταλάβει πως το κοινό είναι πρόθυμο να αφομοιώσει και να παρακολουθήσει εξαιρετικά πολύπλοκα πράγματα, αρκεί να του κεντρίσεις την προσοχή και να το κάνεις κομμάτι της ιστορίας που αφηγείσαι. Ως προς το πιο τεχνικό κομμάτι, αποφεύγω συστηματικά τα κοντινά πλάνα. Είναι προτιμότερο, πιο συναρπαστικό και πολύ πιο δημοκρατικό να επιλέξει το κοινό πού θα εστιάσει την προσοχή του. Το κοντινό πλάνο σε ένα ντοκιμαντέρ είναι σαν να υπαγορεύεις στον θεατή πού πρέπει να δώσει σημασία», ανέφερε ο Νικολάους Γκεϊρχάλτερ ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του.

Απονομή Χρυσού Αλέξανδρου
Ο αυστριακός σκηνοθέτης Νικολάους Γκεϊρχάλτερ τιμήθηκε την Τρίτη 7 Μαρτίου από το 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης με Χρυσό Αλέξανδρο για το έργο του, πριν την προβολή της ταινίας Έκτος τόπου στον κινηματογράφο Ολύμπιον. Οι ταινίες του πολυπράγμονα δημιουργού παρουσιάζονται στο πλαίσιο αφιερώματος της 25ης διοργάνωσης.
Τον τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο απένειμε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης: «Ξεκίνησε από την φωτογραφία και έφτασε να αποτυπώνει στα ακίνητα πλάνα του τις πιο μαχητικές στιγμές της ζωής, στις πιο αεικίνητες περιοχές της γης. Μεγάλες εικόνες, εντυπωσιακά τοπία, ευαίσθητα πορτρέτα, συναρπαστικές ιστορίες καθημερινότητας. Πολυβραβευμένος, ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους εκπροσώπους του ντοκιμαντέρ παγκοσμίως, είναι ο άνθρωπος που μας μιλά χωρίς περικοπές για το τώρα και το μετά της ανθρωπότητας. Κυρίες και κύριοι, παρακαλώ υποδεχτείτε τον Νίκολαους Γκεϊρχάλτερ», δήλωσε, συμπληρώνοντας ότι «είναι μεγάλη τιμή του Φεστιβάλ» να του απονείμει τον Χρυσό Αλέξανδρο.
«Όλοι εδώ στο Φεστιβάλ έχετε πει τόσα τιμητικά λόγια για εμένα αυτές τις μέρες», απάντησε ο κ. Γκεϊρχάλτερ. «Θέλω να σας ευχαριστήσω εκ βαθέων όλους. Θα δεχτώ αυτήν τη βράβευση και εκ μέρους όλων αυτών των ανθρώπων που με έχουν συνοδεύσει σ’ αυτά τα χρόνια της πορείας μου, όλων όσων έχουν δουλέψει μαζί μου αλλά και για όλους τους ανθρώπους που δέχτηκαν να μοιραστούν τις ιστορίες τους μαζί μου και να ανοιχτούν σε εμένα για να μπορέσω να τις μεταφέρω. Όλοι εμείς σας ευχαριστούμε πολύ». Μετά τη βράβευση ακολούθησε η προβολή της ταινίας Εκτός Τόπου.
Η ταινία παρουσιάζει απορρίμματα στις ακτές, στα βουνά, στον βυθό των ωκεανών, βαθιά μέσα στο υπέδαφος της Γης. Ο σκηνοθέτης φέρνει στο φως τις τεράστιες ποσότητες απορριμμάτων που έχουν κατακλύσει τον πλανήτη: από τις βουνοκορφές της Ελβετίας μέχρι τις ακτές της Ελλάδας και της Αλβανίας, κι από το εσωτερικό ενός αποτεφρωτήρα απορριμμάτων στην Αυστρία μέχρι το Νεπάλ, τις Μαλδίβες και την έρημο της Νεβάδα. Ένα ντοκιμαντέρ για τα απορρίμματα που δημιουργεί ο άνθρωπος, τα οποία μας περιβάλλουν σε κάθε σημείο και στιγμή της ζωής μας.
Μετά την προβολή, ακολούθησε Q&A με τον σκηνοθέτη. Σε ερώτηση του κοινού σχετικά με τους λόγους που αποφάσισε να αποκρύψει τις τοποθεσίες των γυρισμάτων στην ταινία, απάντησε: «Οι τοποθεσίες υπάρχουν όλες στα τελικά credits. Ο λόγος που δεν εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της ταινίας είναι επειδή θα τραβούσαν την προσοχή του κοινού σε συγκεκριμένες τοποθεσίες, ενώ η ταινία θίγει ένα οικουμενικό φαινόμενο. Η θέαση μιας ταινίας είναι μια εμπειρία, και τίποτε δε θα έπρεπε να αποσπά τον θεατή από την εμπειρία του».
Όπως δήλωσε ένας θεατής, η δύναμη της ταινίας είναι η αισθητική της -η αισθητική της ασχήμιας και ρώτησε τον σκηνοθέτη ποιες καταστάσεις τον εξέπληξαν περισσότερο από όλες τις χώρες που βρέθηκε. «Είναι δύσκολο να απαντήσω», αποκρίθηκε ο κ. Γκεϊρχάλτερ. «Υπήρξε αναζήτηση τοποθεσιών πριν τα γυρίσματα, οπότε γνωρίζαμε όλες τις τοποθεσίες. Ίσως το Νεπάλ αποτέλεσε έκπληξη, γιατί συνέβησαν διάφορα πράγματα, τα οποία δεν γνωρίζαμε και δεν υπήρχε φυσικά τρόπος να τα προβλέψουμε. Ξέραμε μόνο ότι υπήρχε μια τεράστια χωματερή. Αρχικά, είχαμε στο νου μας την Ινδονησία, αλλά ο Covid δε μας βοήθησε και καταλήξαμε στο Νεπάλ. Οι τοποθεσίες των γυρισμάτων, λοιπόν, δεν είναι ακριβώς αντιπροσωπευτικές, γιατί δεν ήταν όλες συνειδητές επιλογές. Ξέραμε πως χρειαζόμαστε μια τεράστια χωματερή και κάποια πλάνα από οργανωμένα εργαστήρια ανακύκλωσης στην κεντρική Ευρώπη. Το Φεστιβάλ Burning Man ήταν επίσης γεμάτο εκπλήξεις. Δεν είχα ξαναπάει ποτέ. Εκεί, όλα είναι τελείως διαφορετικά από τις προσδοκίες σου, ακόμη και όταν προσπαθείς να παραμείνεις επαγγελματίας», ανέφερε σχετικά.
Σε ερώτηση σχετική με τον όγκο των σκουπιδιών ο οποίος είναι τελικά ανακυκλώσιμος, ο σκηνοθέτης απάντησε πως η ποσότητα αλλάζει ανάλογα με την περιοχή: «Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος για το τι ισχύει στην Ελλάδα, αλλά από την ώρα που το σκουπίδι μπαίνει στον κάδο ξεκινά μια μακρά διαδικασία που κρύβει από πίσω της μια ολόκληρη βιομηχανία. Από τη στιγμή που ρίχνεις ένα σκουπίδι στον κάδο ανακύκλωσης, καταναλώνεται τεράστια ποσότητα ενέργειας μέχρι το σκουπίδι αυτό να μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να πούμε πως η ανακύκλωση λύνει το πρόβλημα: η βέλτιστη λύση θα ήταν να αποφεύγουμε τα τόσα σκουπίδια. Δυστυχώς, πολλά από αυτά που πετάτε στους κάδους ανακύκλωσης, τελικά δεν μπορούν να ανακυκλωθούν (επειδή είναι βρώμικα ή ακατάλληλα) και τελικά καίγονται σαν κοινά σκουπίδια. Μόνο ένα μικρό μέρος τους ανακυκλώνεται. Η διαδικασία της ανακύκλωσης δεν μπορεί να συνεχιστεί αενάως. Αν θέλετε να κρατήσετε κάτι, κρατήστε το εξής: το ότι επιλέγετε να ανακυκλώσετε, δεν σημαίνει πως θα το καταφέρετε», υπογράμμισε. «Για να είμαι όμως δίκαιος», συμπλήρωσε, «αυτό ισχύει κυρίως για τα πλαστικά απορρίμματα, που είναι τα πιο προβληματικά ανακυκλώσιμα υλικά. Για το χαρτί και το γυαλί, το ποσοστό ανακύκλωσης είναι πολύ καλύτερο», τόνισε.
Σε ερώτηση σχετική με την διάρκεια των πλάνων του, σχολίασε: «Μιλάμε για μια αργή ταινία. Τα πλάνα της χρειάζονται χρόνο για να λειτουργήσουν. Δεν έχουν να κάνουν μόνο με την εικόνα, αλλά και με τον ήχο και το συναίσθημα που σου προκαλούν. Δουλεύω ταυτοχρόνως με πολλούς μοντέρ, δεν είμαι ποτέ μόνος με έναν μοντέρ. Κάνουμε δοκιμαστικές προβολές, στις οποίες συμμετέχει και το κοινό. Σέβομαι την άποψη του κοινού, είναι πολύ σημαντική η άποψη ενός ανθρώπου εκτός επαγγελματικού πλαισίου. Στη διάρκεια του μοντάζ, ξεκινάμε με έναν γρήγορο ρυθμό ο οποίος σταδιακά πέφτει. Καταλήγουμε σε έναν ρυθμό της τάξεως των 20-30 δευτερολέπτων ανά πλάνο», είπε, και ολοκλήρωσε με το εξής: «Το πρώτο στάδιο είναι μοντάζ υλικού και το δεύτερο είναι μοντάζ συναισθημάτων, δηλαδή ο χρόνος που κρίνεις ότι χρειάζεται ο θεατής για να πάρει το μήνυμα από την ταινία».